Έγκλημα χωρίς Τιμωρία


13 Φεβ 2018

Ο βομβαρδισμός της Δρέσδης από τις 13 έως τις 15 Φεβρουαρίου 1945 αποτελεί ένα από τα ειδεχθέστερα εγκλήματα, που διαπράχθηκαν κατά την διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Οι Σύμμαχοι βομβάρδισαν χωρίς στρατηγικό σκοπό, παρά μόνο με λυσσαλέα μανία, μια πόλη «ανοχύρωτη», που αποτελούσε καταφύγιο προσφύγων, που εισέρεαν μαζικά από την Ανατολή για να ξεφύγουν από τις ορδές των προελαυνόντων μπολσεβίκων. Η αεροπορική επίθεση, που εξαπέλυσαν τα βομβαρδιστικά των Συμμάχων, ήταν τόσο σφοδρή, που οι νεκροί ξεπέρασαν τα θύματα της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι. Υπολογίζεται ότι κόστισε την ζωή σε 135.000 ανθρώπους, σε συντριπτική πλειονότητα αμάχων. Το 90% της Μεσαιωνικής πόλης της Δρέσδης ισοπεδώθηκε και η πόλη ερημώθηκε. Δικαιοσύνη δεν αποδόθηκε ποτέ, καθώς εγκλήματα, κατά την ιστορία και την δικαιοσύνη, διαπράχθηκαν μόνο από την γερμανική πλευρά.

dresdh

Ήταν 13 Φλεβάρη του 1945. Ζούσα με τη μητέρα μου και τις αδερφές μου (δεκατριών, πέντε και πέντε μηνών δίδυμες) στη Δρέσδη και περίμενα με ανυπομονησία να γιορτάσω τα δέκατα γενέθλια μου στις 16 Φεβρουαρίου. Ο πατέρας μου, ξυλουργός, ήταν στρατιώτης από το 1939 και πήραμε την τελευταία του επιστολή τον Αύγουστο του 1944. Η μητέρα μου ήταν πολύ λυπημένη όταν λάμβανε πίσω τα γράμματά της με το σημείωμα “δεν βρέθηκε”. Ζούσαμε σε ένα διαμέρισμα τριών δωματίων στον 4ο όροφο σε μια περιοχή της πόλης όπου ζούσε η εργατική τάξη. Θυμάμαι γιορτάζαμε την Καθαρά Δευτέρα (13 Φεβρουαρίου) μαζί με τα άλλα παιδιά. Οι δραστηριότητες του πολέμου από την ανατολή έρχονταν όλο και πιο κοντά. Πολλοί από τους στρατιώτες πήγαν ανατολικά και πολλοί πρόσφυγες έφευγαν δυτικά περνώντας μέσα από την πόλη μας.

Γύρω στις 9.30 χτύπησε η σειρήνα του πολέμου. Εμείς τα παιδιά γνωρίζαμε τον ήχο και σηκωθήκαμε και ντυθήκαμε γρήγορα για να πάμε κάτω στο κελάρι, το οποίο χρησιμοποιούσαμε για καταφύγιο αεροπορικής επιδρομής. Η μεγαλύτερή μου αδερφή κι εγώ κρατούσαμε τις μικρότερες δίδυμες αδερφές, η μητέρα μου κρατούσε μια μικρή βαλίτσα και τα μπουκάλια με γάλα για τις μικρές αδερφές μου. Στο ραδιόφωνο ακούσαμε την φρικτή είδηση: “Προσοχή μία μεγάλη αεροπορική επιδρομή έρχεται πάνω από την πόλη μας”.  Αυτή την είδηση δεν θα την ξεχάσω ποτέ. 

Μερικά λεπτά αργότερα ακούσαμε έναν τρομερό θόρυβο από τα βομβαρδιστικά. Υπήρχαν ασταμάτητες εκρήξεις. Το κελάρι μας γέμισε με φωτιά και καπνό, τα φώτα έσβησαν και ο τραυματισμένος κόσμος φώναζε φοβερά. Με μεγάλο φόβο παλέψαμε για να φύγουμε από το κελάρι. Η μητέρα μου και η μεγαλύτερη αδερφή μου κρατούσαν το καλάθι στο οποίο ήταν τα δίδυμα. Με το ένα χέρι μου έπιασα τη μικρή μου αδερφή και με το άλλο έπιασα το παλτό της μάνας μου.

Δεν αναγνωρίζαμε τη γειτονιά μας πια. Φωτιά, φωτιά όπου και αν κοιτάζαμε. Ο 4ος όροφος δεν υπήρχε πια. Τα σπασμένα ερείπια του σπιτιού μας καίγονταν. Στους δρόμους υπήρχαν φλεγόμενα οχήματα και κάρα με πρόσφυγες, ανθρώπους, άλογα, όλοι ούρλιαζαν και φώναζαν υπό τον φόβο του θανάτου. Είδα πληγωμένες γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένους να ψάχνουν έναν τρόπο διαφυγής μέσα από τα ερείπια και τις φλόγες.

Εμείς καταφύγαμε σε ένα άλλο κελάρι γεμάτο με τραυματίες, άνδρες, γυναίκες και παιδιά να φωνάζουν, να κλαίνε και να προσεύχονται. Δεν υπήρχε φως, εκτός από κάτι ηλεκτρικές δάδες. Και τότε ξαφνικά ξεκίνησε η δεύτερη επιδρομή. Το καταφύγιο χτυπήθηκε σφοδρά και μετακινηθήκαμε όλοι σε άλλο κελάρι. Πολλοί απελπισμένοι άνθρωποι έφτασαν από τους δρόμους. Δεν είναι δυνατόν να το περιγράψω. Η μία έκρηξη διαδέχονταν την άλλη. Ήταν απίστευτο, χειρότερο και από τον πιο μαύρο εφιάλτη. Τόσοι πολλοί άνθρωποι είχαν καεί και τραυματιστεί. Γινόταν όλο και πιο δύσκολο να αναπνεύσεις. Ήταν σκοτεινά και όλοι προσπαθούσαμε να φύγουμε από το κελάρι με ασύλληπτο πανικό. Νεκροί και τραυματίες καταπατούνταν από το πλήθος, αποσκευές είχαν παρατηθεί εδώ κι εκεί. Το καλάθι με τα δίδυμα, καλυμμένο με βρεγμένα πανιά, το άρπαξαν από τα χέρια της μητέρας μου και μας έσπρωχναν προς τα πάνω. Είδαμε τη γειτονιά στις φλόγες, παντού ερείπια και πυρκαγιές. Η μητέρα μου μας σκέπασε με βρεγμένες κουβέρτες και πανωφόρια που βρήκαμε σε μία βρύση.

Είδαμε φοβερά πράγματα: Αποτεφρωμένους ενήλικες, συρρικνωμένους στο μέγεθος μικρών παιδιών, κομμάτια χέρια και πόδια, νεκροί παντού, ολόκληρες οικογένειες καμένες, καμένοι άνθρωποι να τρέχουν, καμένα λεωφορεία γεμάτα με πρόσφυγες, νεκρούς στρατιώτες και διασώστες, πολλοί αναζητούσαν τα παιδιά τους και τις οικογένειες τους. Και παντού φωτιά, παντού φωτιά και ο καυτός αέρας από τις πυρκαγιές που έσπρωχνε τους ανθρώπους πίσω στα φλεγόμενα κτίρια από τα οποία προσπαθούσαν να ξεφύγουν.

Δεν μπορώ να ξεχάσω αυτές τις τρομερές λεπτομέρειες. Ποτέ δεν θα μπορέσω να τις ξεχάσω.

Η μητέρα μου είχε πλέον μόνο μία μικρή τσάντα με τα έγγραφα της ταυτότητάς μας. Το καλάθι με τα δίδυμα είχε εξαφανιστεί και ξαφνικά εξαφανίστηκε και η μεγαλύτερή μου αδερφή. Η μητέρα μου ξεκίνησε να την ψάχνει αμέσως αλλά μάταια. Τις τελευταίες ώρες της ημέρας βρήκαμε καταφύγιο στο υπόγειο ενός νοσοκομείου περιτριγυρισμένοι από πτώματα και ανθρώπους σε απόγνωση. Το επόμενο πρωί ψάχναμε για την αδελφή μου και τις δίδυμες αλλά χωρίς επιτυχία. Το σπίτι όπου μέναμε είχε μείνει ένα καμένο ερείπιο. Το σπίτι όπου χάσαμε τις δίδυμες αδερφές μου δεν ήταν προσβάσιμο. Οι στρατιώτες είπαν πως όλοι κάηκαν και δεν ξαναείδαμε τις δύο μικρές αδερφές μου ξανά.

Εντελώς εξαντλημένοι, με καμένα μαλλιά και τραυματισμένοι περπατήσαμε μέχρι τη γέφυρα Loschwitz, όπου βρήκαμε καλούς ανθρώπους που μας επέτρεψαν να πλυθούμε, να φάμε και να κοιμηθούμε. Αλλά μόνο γα λίγο διότι ο δεύτερος βομβαρδισμός (14 Φεβρουαρίου) ξεκίνησε και αυτό το σπίτι βομβαρδίστηκε και τα έγγραφα της ταυτότητας της μητέρας μου κάηκαν. Εντελώς εξαντλημένοι, περάσαμε τη γέφυρα του ποταμού Έλβα, μαζί με πολλούς άλλους άστεγους επιζώντες και βρήκαμε μία άλλη οικογένεια για να μας βοηθήσει, της οποίας το σπίτι κατάφερε να γλιτώσει από τον τρόμο.

Με όλη αυτή την τραγωδία είχα ξεχάσει εντελώς τα δέκατα γενέθλια μου. Αλλά η μητέρα μου με εξέπληξε δίνοντάς μου ένα λουκάνικο, που ικέτευσε τον Ερυθρό Σταυρό για να το πάρει. Αυτό ήταν το δώρο των γενεθλίων μου.

Τις επόμενες ημέρες και εβδομάδες ψάχναμε για την αδερφή μου, αλλά μάταια. Γράψαμε την καινούρια μας διεύθυνση στους εναπομείναντες τοίχους του καμένου μας σπιτιού. Στα μέσα Μαρτίου μετακινηθήκαμε σε ένα μικρό χωριό κοντά στο Oschatz και στις 31 Μαρτίου λάβαμε ένα γράμμα από την αδερφή μου. Ήταν ζωντανή! Την καταστροφική νύχτα που μας έχασε, μαζί με άλλα χαμένα παιδιά, οδηγήθηκε σε ένα κοντινό χωριό. Αργότερα βρήκε την διεύθυνσή μας στους τοίχους του παλιού μας σπιτιού και αρχές Απριλίου την έφερε η μητέρα μου στο καινούριο μας σπίτι.

Οι τρομακτικές εμπειρίες αυτής της νύχτας στη Δρέσδη έφεραν μπερδεμένα όνειρα, νύχτες χωρίς ύπνο και διατάραξαν τις ψυχές μας. Χρόνια αργότερα, έψαξα εντατικά για τις αιτίες και το γενικότερο πολιτικό πλαίσιο που οδήγησε σε εκείνη τη νύχτα. Σημάδεψε όλη μου τη ζωή και τις αποφάσεις μου.

Lothar Metzger – Βερολίνο, Μάϊος 1999

 

share

patriotes

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *